Η πιο ατίθαση παιχνιδιάρα αχτίνα με χτύπησε στο μεσόφρυδο την ώρα που ο ορίζοντας βάφτηκε με χρυσό πορτοκαλί. Η αλήθεια είναι πως νύσταζα και γύρισα πλευρό να μην με χτυπάει το φως, να κοιμηθώ ακόμα λίγο.
Γράφει η Τζίνα Μιτάκη
www.ipen.gr
Μια φωνή γνωστή, που ερχόταν από μια σκοτεινή γωνιά της ψυχής μου, με έκανε να μισανοίξω τα μάτια.
« Θα συνεχίσεις τον ύπνο ε; »
Η φωνή αυτή έχει και πρόσωπο, άσχημο πρόσωπο.
Μοιάζει με την γριά Βαρβάρα μια από τις ηρωίδες του Γρ. Ξενόπουλου στο Βιβλίο του «Ο Μινώταυρος και άλλα διηγήματα»
Η γριά Βαρβάρα που έμοιαζε με μαδημένο κουτσοδόντικο λιοντάρι ήταν η υπηρέτρια-οικονόμος και δεξί χέρι στις ανομίες του άρχοντα Κούρπα που διαφέντευε τις ζωές των ανθρώπων μιας ολάκερης γειτονιάς στην μεσημβρινή άκρη της χώρας της Ζακύνθου.
Η Βαρβάρα, όπως και ο ίδιος ο άρχοντας Κούρπας παραδεχόταν, ήταν κακιά και με επιλεκτική και διαστρεβλωτική μνήμη.
Εκεί, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου λοιπόν, γύρισα πίσω στον χρόνο, ξανάγινα φοβισμένο εικοσάχρονο κοριτσάκι.
Τότε που ενώ ήμουν κουρασμένη και ξενυχτισμένη, αφού το μωρό μου όλη την νύχτα με είχα κρατήσει ξάγρυπνη, είτε γιατί ήταν αδιάθετο, είτε γιατί απλώς δεν ήθελε να κοιμηθεί, τις ώρες που κοιμόταν πια, φοβόμουν να κοιμηθώ και εγώ.
Να ταΐσω δηλαδή την απόλυτα φυσιολογική βιολογική μου ανάγκη και να πάρω δυνάμεις.
Φοβόμουν να κοιμηθώ μην και πάρει τηλέφωνο η πεθερά μου και από την φωνή καταλάβει πως κοιμάμαι.
Φοβόμουν μην και για κάποιο λόγο επιστρέψει ο άντρας μου από την δουλειά και με βρει να κοιμάμαι.
Φοβόμουν μην και περάσω από το δικαστήριο των πρέπει τους και βρεθώ ένοχη!
Ένοχη γιατί πράγμα όμως αλήθεια;
Σηκώθηκα, έφτιαξα καφέ, βγήκα στην αυλή, άναψα ένα τσιγάρο.
Η θάλασσα μπροστά να την πιείς στο ποτήρι.
«Θέλω και μαγιό, το τελευταίο το αγόρασα πριν δεκατρία χρόνια, και από σίδερο να ήταν θα το είχε διαβρώσει η αλμύρα» σκέφτηκα
«Καφεδάκι και τσιγαράκι ε; και ρομαντζάδα στην ανατολή ε; και όνειρα για αγορές ε; Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά καταντήσαμε να πέσουμε στο γκρεμό » η φωνή πάλι… η φωνή της γριάς-ενοχής.
Δεν πρόλαβα όχι κουβέντα να αρθρώσω, μα, ούτε σκέψη. Μαζεύτηκα μόνο σα τρομαγμένο γατί.
Μερικά εκατομμύρια άνθρωποι εδώ και καιρό κολυμπάμε στα σκοτεινά νερά της ενοχής.
Σαν την πανάσχημη κακιασμένη γριά Βαρβάρα του αφέντη Κούρπα, η ενοχή, διαφεντεύει για λογαριασμό των σύγχρονων αφεντάδων την ζωή μας.
Η ενοχή είναι ένα συναίσθημα που δημιουργείται όταν οι συμπεριφορές και οι επιθυμίες μας είναι αντίθετες από τις ηθικές αρχές και αξίες που διέπουν την ζωή μας.
Είναι υγιής η ενοχή όταν αφορά πράξεις και παραλήψεις που προκαλούν ανεπανόρθωτη βλάβη στους άλλους η και σε μας τους ίδιους. Όταν είναι ένας εσωτερικός μηχανισμός αυτοπαρατήρησης και βελτίωσης.
Υπάρχει όμως και η τοξική ενοχή.
Η ενοχή που εντέχνως μας δημιουργούν άλλοι και σκοπό έχει την άσκηση ελέγχου της προσωπικότητας και της ζωής μας μέσα από μια σειρά αρνητικά συναισθήματα με κυρίαρχο τον φόβο που οδηγεί στην αδράνεια και την χειραγώγηση μας.
Σ αυτήν την τοξική ενοχή, τον τοξικό φόβο, την αδράνεια και την χειραγώγηση, μας έχουν βυθίσει ένα ολόκληρο λαό.
Έχεις δουλειά;
Είσαι ένοχος και γιατί την έχεις και για το πώς την έχεις αποκτήσει, γιατί, οπωσδήποτε δεν ήταν με αξιοκρατικά κριτήρια αφού δουλειές δεν υπάρχουν και οι άνεργοι είναι πολλοί
Δεν έχεις δουλειά;
Είσαι ένοχος γιατί είσαι απλά τεμπέλης και δουλειές υπάρχουν.
Έχεις( ακόμα) να φας;
Είσαι ένοχος!
Δεν έχεις να φας;
Ένοχος!
Θέλεις να ζεις η ζεις ( ακόμα) σε σπίτι με βασικές προδιαγραφές υγιεινής και ασφάλειας είσαι ένοχος και είσαι και εσύ μια «Μιμή» ( ξέρετε αυτή του συγχωρεμένου) που θέλει πολυτέλειες και βίλες.
Θέλεις δρόμο, νερό, νοσοκομείο, σχολείο, πολιτισμό, δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, και
εργασία με αμοιβή και ασφάλεια, να έχεις χρόνο να φροντίσεις την ατομική σου υγιεινή, να κοιμηθείς, να διαβάσεις , να πας περίπατο, να κάνεις κοινωνικές συναναστροφές, να ερωτευθείς, να κάνεις οικογένεια και παιδιά;
Είσαι ένοχος!
Είσαι ένοχος αν σκέφτεσαι , αν θέλεις, αν ονειρεύεσαι, αν διαφωνείς, αν ζεις και αφού είσαι ένοχος φταις ,δεν αξίζεις, είσαι λίγος, δεν έχει δικαίωμα παρά μόνο να ανασαίνεις και αυτό χαριστικά, οφείλεις για να εξιλεωθείς να ζεις υποταγμένος στα πρέπει των άλλων τις επιθυμίες και κυρίως τα συμφέροντα τους.
Έφτιαξα ένα δεύτερο καφέ, άπλωσα τα πόδια στο πέτρινο πεζούλι, φύσηξα στα μούτρα της γριάς-τοξικής ενοχής τον καπνό μου και απόλαυσα την ανατολή.
Στο κάδρο της ζωής μου αυτή η ενοχή δεν χωράει!
Στο κάδρο της δικής σας ζωής χωράει;
Γράφει η Τζίνα Μιτάκη
www.ipen.gr
Μια φωνή γνωστή, που ερχόταν από μια σκοτεινή γωνιά της ψυχής μου, με έκανε να μισανοίξω τα μάτια.
« Θα συνεχίσεις τον ύπνο ε; »
Η φωνή αυτή έχει και πρόσωπο, άσχημο πρόσωπο.
Μοιάζει με την γριά Βαρβάρα μια από τις ηρωίδες του Γρ. Ξενόπουλου στο Βιβλίο του «Ο Μινώταυρος και άλλα διηγήματα»
Η γριά Βαρβάρα που έμοιαζε με μαδημένο κουτσοδόντικο λιοντάρι ήταν η υπηρέτρια-οικονόμος και δεξί χέρι στις ανομίες του άρχοντα Κούρπα που διαφέντευε τις ζωές των ανθρώπων μιας ολάκερης γειτονιάς στην μεσημβρινή άκρη της χώρας της Ζακύνθου.
Η Βαρβάρα, όπως και ο ίδιος ο άρχοντας Κούρπας παραδεχόταν, ήταν κακιά και με επιλεκτική και διαστρεβλωτική μνήμη.
Εκεί, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου λοιπόν, γύρισα πίσω στον χρόνο, ξανάγινα φοβισμένο εικοσάχρονο κοριτσάκι.
Τότε που ενώ ήμουν κουρασμένη και ξενυχτισμένη, αφού το μωρό μου όλη την νύχτα με είχα κρατήσει ξάγρυπνη, είτε γιατί ήταν αδιάθετο, είτε γιατί απλώς δεν ήθελε να κοιμηθεί, τις ώρες που κοιμόταν πια, φοβόμουν να κοιμηθώ και εγώ.
Να ταΐσω δηλαδή την απόλυτα φυσιολογική βιολογική μου ανάγκη και να πάρω δυνάμεις.
Φοβόμουν να κοιμηθώ μην και πάρει τηλέφωνο η πεθερά μου και από την φωνή καταλάβει πως κοιμάμαι.
Φοβόμουν μην και για κάποιο λόγο επιστρέψει ο άντρας μου από την δουλειά και με βρει να κοιμάμαι.
Φοβόμουν μην και περάσω από το δικαστήριο των πρέπει τους και βρεθώ ένοχη!
Ένοχη γιατί πράγμα όμως αλήθεια;
Σηκώθηκα, έφτιαξα καφέ, βγήκα στην αυλή, άναψα ένα τσιγάρο.
Η θάλασσα μπροστά να την πιείς στο ποτήρι.
«Θέλω και μαγιό, το τελευταίο το αγόρασα πριν δεκατρία χρόνια, και από σίδερο να ήταν θα το είχε διαβρώσει η αλμύρα» σκέφτηκα
«Καφεδάκι και τσιγαράκι ε; και ρομαντζάδα στην ανατολή ε; και όνειρα για αγορές ε; Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά καταντήσαμε να πέσουμε στο γκρεμό » η φωνή πάλι… η φωνή της γριάς-ενοχής.
Δεν πρόλαβα όχι κουβέντα να αρθρώσω, μα, ούτε σκέψη. Μαζεύτηκα μόνο σα τρομαγμένο γατί.
Μερικά εκατομμύρια άνθρωποι εδώ και καιρό κολυμπάμε στα σκοτεινά νερά της ενοχής.
Σαν την πανάσχημη κακιασμένη γριά Βαρβάρα του αφέντη Κούρπα, η ενοχή, διαφεντεύει για λογαριασμό των σύγχρονων αφεντάδων την ζωή μας.
Η ενοχή είναι ένα συναίσθημα που δημιουργείται όταν οι συμπεριφορές και οι επιθυμίες μας είναι αντίθετες από τις ηθικές αρχές και αξίες που διέπουν την ζωή μας.
Είναι υγιής η ενοχή όταν αφορά πράξεις και παραλήψεις που προκαλούν ανεπανόρθωτη βλάβη στους άλλους η και σε μας τους ίδιους. Όταν είναι ένας εσωτερικός μηχανισμός αυτοπαρατήρησης και βελτίωσης.
Υπάρχει όμως και η τοξική ενοχή.
Η ενοχή που εντέχνως μας δημιουργούν άλλοι και σκοπό έχει την άσκηση ελέγχου της προσωπικότητας και της ζωής μας μέσα από μια σειρά αρνητικά συναισθήματα με κυρίαρχο τον φόβο που οδηγεί στην αδράνεια και την χειραγώγηση μας.
Σ αυτήν την τοξική ενοχή, τον τοξικό φόβο, την αδράνεια και την χειραγώγηση, μας έχουν βυθίσει ένα ολόκληρο λαό.
Έχεις δουλειά;
Είσαι ένοχος και γιατί την έχεις και για το πώς την έχεις αποκτήσει, γιατί, οπωσδήποτε δεν ήταν με αξιοκρατικά κριτήρια αφού δουλειές δεν υπάρχουν και οι άνεργοι είναι πολλοί
Δεν έχεις δουλειά;
Είσαι ένοχος γιατί είσαι απλά τεμπέλης και δουλειές υπάρχουν.
Έχεις( ακόμα) να φας;
Είσαι ένοχος!
Δεν έχεις να φας;
Ένοχος!
Θέλεις να ζεις η ζεις ( ακόμα) σε σπίτι με βασικές προδιαγραφές υγιεινής και ασφάλειας είσαι ένοχος και είσαι και εσύ μια «Μιμή» ( ξέρετε αυτή του συγχωρεμένου) που θέλει πολυτέλειες και βίλες.
Θέλεις δρόμο, νερό, νοσοκομείο, σχολείο, πολιτισμό, δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, και
εργασία με αμοιβή και ασφάλεια, να έχεις χρόνο να φροντίσεις την ατομική σου υγιεινή, να κοιμηθείς, να διαβάσεις , να πας περίπατο, να κάνεις κοινωνικές συναναστροφές, να ερωτευθείς, να κάνεις οικογένεια και παιδιά;
Είσαι ένοχος!
Είσαι ένοχος αν σκέφτεσαι , αν θέλεις, αν ονειρεύεσαι, αν διαφωνείς, αν ζεις και αφού είσαι ένοχος φταις ,δεν αξίζεις, είσαι λίγος, δεν έχει δικαίωμα παρά μόνο να ανασαίνεις και αυτό χαριστικά, οφείλεις για να εξιλεωθείς να ζεις υποταγμένος στα πρέπει των άλλων τις επιθυμίες και κυρίως τα συμφέροντα τους.
Έφτιαξα ένα δεύτερο καφέ, άπλωσα τα πόδια στο πέτρινο πεζούλι, φύσηξα στα μούτρα της γριάς-τοξικής ενοχής τον καπνό μου και απόλαυσα την ανατολή.
Στο κάδρο της ζωής μου αυτή η ενοχή δεν χωράει!
Στο κάδρο της δικής σας ζωής χωράει;