Η εξέγερση της πλατείας Ταξίμ πρώτη σοβαρή κρίση του νεοθωμανισμού!

Η Συρία ως επιταχυντής της νεοθωμανικής σκλήρυνσης•Οι εντάσεις με τα «κοσμικά» μεσοστρώματα. Η αποξένωση των αλεβιτών• Η δυσαρέσκεια τμημάτων της εργατικής τάξης

Γράφει ο Γιώργος Ρακκάς
Περιοδικό Άρδην

Η αλαζονεία είναι μητέρα της πιο τρανταχτής αποτυχίας. Αυτό είναι το πικρό μάθημα που παίρνουν τώρα οι μαθητευόμενοι μάγοι του νεοθωμανισμού Νταβούτογλου-Ερντογάν. Πριν από δεκαπέντε μήνες, όταν ξεκινούσαν την επιχείρηση αποσταθεροποίησης της Συρίας, σε συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία και υπό τις ευλογίες των ΗΠΑ και του Ισραήλ, δεν θα μπορούσαν καν να φανταστούν ότι στο μέσον αυτής της περιπέτειας, όχι μόνον δεν έχουν ακόμα επιτύχει να υποτάξουν τη Συρία και να την εντάξουν στη νεοθωμανική σφαίρα επιρροής, αλλά μετέφεραν την ένταση στο εσωτερικό της ίδιας της χώρας τους.

Πράγματι, η δυναμική της αντιπαράθεσης στη Συρία έσπρωχνε την Τουρκία σε ολοένα στενότερη συνεργασία με τον σκληρό πυρήνα του σουνιτικού Ισλάμ, τη Σαουδική Αραβία. Αυτή η συνεργασία δεν περιορίστηκε μόνο στο επίπεδο των διακρατικών πολιτικοστρατιωτικών συμφωνιών, αλλά γενικεύτηκε ως τάση στο εσωτερικό της χώρας.

Δύο ήταν οι κύριες πηγές της: 

Πρώτον, η ώσμωση των νεοανερχόμενων ισλαμικών τεχνικών-επιχειρηματικών στρωμάτων της Ανατολίας (βιομηχανία προσανατολισμένη στις εξαγωγές προς τη Μ. Ανατολή, κατασκευές, τεχνικό-επιστημονικό προσωπικό) με τα συμφέροντα και τα επιχειρηματικά κέντρα της Σ. Αραβίας, των Εμιράτων και του ισλαμικού φονταμενταλισμού.

Δεύτερον, η γενικότερη προσέγγιση των ιδεολογικών μηχανισμών του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) των Ερντογάν-Νταβούτογλου-Γκιουλ, δηλαδή των τζαμιών και των θρησκευτικών ιδρυμάτων που ελέγχουν, με το σκληρό, φονταμενταλιστικό Ισλάμ. Με βάση τη σύγκρουση που κλιμακώνεται στη Συρία, τον τελευταίο καιρό ολοένα και περισσότερο ακούγονταν εκκλήσεις από τους ιμάμηδες στην Τουρκία για ιερό πόλεμο εναντίον των σιιτών και των Αλαουιτών, για ευρύτερες εκστρατείες εναντίον των απίστων και ταχύτερη ευθυγράμμιση της τουρκικής κοινωνίας στο νόμο της Σαρίας κ.ο.κ.

Δηλαδή, με βάση τις εξελίξεις στη Συρία και την ισλαμιστική εξέλιξη της Αραβικής Άνοιξης, διαταράχθηκε περαιτέρω η εσωτερική ισορροπία που προσπαθούσε να διατηρήσει το AKP, θέλοντας να διατηρήσει ένα μετριοπαθές προφίλ στο εσωτερικό και ταυτόχρονα να παίξει ρόλο καθοδηγητή στις μουσουλμανικές συνιστώσες της Αραβικής Άνοιξης. 

Και ήταν σχετικά ευκολότερο να κάνει κάτι τέτοιο στη Λιβύη ή ακόμα και στην Αίγυπτο –απείρως δυσκολότερο στη Συρία, με την οποία βρίσκεται πολύ κοντά ώστε να μην επηρεάζεται από αυτή.

Έτσι, το ιδεολογικό-πολιτικό κλίμα μεταφράστηκε σε μια σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών παρέμβασης σε πολιτισμικά ζητήματα, που θέτει την τουρκική κοινωνία σε εντονότερη ισλαμική τροχιά (αλκοόλ, το φιλί στο μετρό, το κραγιόν των αεροσυνοδών στις τουρκικές αερογραμμές κ.ο.κ.).

Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης ευνόησαν και την ανάπτυξη πρωτοβουλιών στη βάση, κι έτσι είχαμε περιστατικά με ισλαμιστές να επιτίθενται σε κοσμικές γκαλερί επειδή κατανάλωναν αλκοόλ… Το κλίμα οξύνθηκε περαιτέρω από τις αντιπαραθέσεις ισλαμιστών-κεμαλιστών στη Βουλή, και ο Ερντογάν έφτασε στο σημείο να αποκαλέσει μεθύστακες τους Κεμάλ-Ινονού. 

Εντέλει, ο ισλαμοκαπιταλιστικός πόλος, στενά συνδεδεμένος με το AKP και τον ίδιο τον Ερντογάν, έβαλε το κερασάκι στην τούρτα. Μια τεράστια ανάπλαση-εμπορευματοποίηση του πιο δυτικού κομματιού της ευρωπαϊκής Κωνσταντινούπολης, η οποία ταυτόχρονα καταργεί τους δημόσιους χώρους, ανεγείροντας υπερπολυτελή εμπορικά κέντρα –τα οποία μάλιστα θα έχουν οσμανική αισθητική, εξ ου και η αναστύλωση του παλαιού οθωμανικού στρατοπέδου στην πλατεία Ταξίμ.

Και βέβαια δεν άργησαν οι αναπόφευκτες αντισυσπειρώσεις. Ιδιαίτερα όταν, πριν από καμιά δεκαπενταριά ημέρες, η πολλαπλώς εξοπλισμένη και στηριζόμενη από την Τουρκία συριακή πτέρυγα της Αλ Κάιντα, Τζιχάντ Αλ Νούσρα, προσπάθησε να μεταφέρει την σύγκρουση με τους Αλαουίτες εντός των τουρκικών εδαφών, με τη βομβιστική επίθεση στο Ρεχανλί, μια πόλη με μεγάλο αλεβιδικό πληθυσμό.

Τότε, η αντίδραση του ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Αλεβίτη και Κούρδου, Κ. Κιλισντάρογλου, υπήρξε σφοδρή, θεωρώντας τον Ερντογάν ως ηθικό αυτουργό της επίθεσης! Έτσι, κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με τον Χ. Σβμπόντα, εκπρόσωπο των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών στις Βρυξέλλες, δεν δίστασε να κατηγορήσει τον Ερντογάν ως «δολοφόνο των 51 νεκρών του Ρεχανλί», γεγονός που προκάλεσε διπλωματικό επεισόδιο και οδήγησε σε ματαίωση της συνάντησης. 

Μερικές μέρες αργότερα, σε δηλώσεις του στην Αντιόχεια, επανήλθε: «Δεν έχεις ιδέα για το Ρεχανλί. Δεν γνωρίζεις τα προβλήματά τους. […]. Είσαι ο άνθρωπος που εκπαιδεύεις μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων και τους στέλνεις στην Τουρκία. Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, είσαι ο ηγέτης των τρομοκρατών της Συρίας».

Τέλος, περισσότερο λάδι στη φωτιά έριξε η απόφαση του Ερντογάν να ονομάσει την τρίτη γέφυρα, που προτίθεται να κατασκευάσει στον Βόσπορο, «Σελίμ Α΄», τιμώντας τον Οθωμανό σουλτάνο- σφαγέα των Αλεβιτών.

Το κίνημα της πλατείας Ταξίμ

Έπειτα απ’ όλα αυτά, δεν είναι διόλου περίεργο το πώς, η άγρια καταστολή μιας διαδήλωσης οικολόγων και φοιτητών ενάντια στην ανάπλαση της πλατείας Ταξίμ, αποτέλεσε τη σπίθα που πυροδότησε τη γενικευμένη εξέγερση στα μεγάλα αστικά κέντρα της Τουρκίας.

Αυτή, με τους τρείς αναγνωρισμένους νεκρούς (τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, Τρίτη 6.6.13) και αρκετούς άλλους, που μπορεί κανείς να διαπιστώσει μόνο με μια απλή περιήγηση στο τουίτερ και τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –καθώς τα τουρκικά μέσα ασκούν γενικευμένη λογοκρισία πάνω στα γεγονότα– είναι περισσότερο η αρχή παρά το τέλος μιας σφοδρής αντιπαράθεσης.

Προς το παρόν, το «αντιερντογανικό τόξο» δεν είναι συμπαγές, αλλά αποτελεί μια μάζα αντισυσπειρώσεων στη βάση της καταγγελίας του νεοθωμανικού κατεστημένου. Προκλήθηκε περισσότερο από τον αυταρχισμό του και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ετερογένειας και χαμηλό βαθμό συνοχής.

Αποτελεί περισσότερο ένδειξη του ατελούς χαρακτήρα της νεοθωμανικής συναίνεσης καθώς αυτή, όντας ταυτόχρονα ακραία καπιταλιστική, ισλαμιστική, εξαιρετικά επιθετική και αντιδημοκρατική, συγκεντρώνει τα πυρά ετερόκλητων κοινωνικών-πολιτισμικών συνιστωσών της τουρκικής κοινωνίας. 

Πέρα από τους πόλους που αναφέραμε, υπάρχει και η κοσμοπολίτικη νεολαία των δυτικών παραλίων, γόνοι των κοσμικών μεσοστρωμάτων, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην πολιτισμική επιβολή που δοκιμάζει το τουρκικό Ισλάμ.

Και, τέλος, είναι τα στρώματα της παλαιάς εργατικής τάξης, που βλέπουν τα εισοδήματα να συρρικνώνονται από τις μεθοδεύσεις του ισλαμοκαπιταλισμού.

Διότι, ας μην ξεχνάμε ότι στο κοινωνικό-οικονομικό πεδίο η πολιτική του AKP ομοιάζει με τη σκληρή πολιτική συμπίεσης των εργατικών μισθών της Μέρκελ (η οποία εξ άλλου έχει εκφραστεί ως στενή σύμμαχος του Ερντογάν), και πετυχαίνει κάτι τέτοιο ποντάροντας αποφασιστικά στο ρεύμα της εσωτερικής μετανάστευσης που μετακινείται από την αγροτική Ανατολία προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Αυτοί οι πληθυσμοί λειτουργούν ως πλεονάζουσα εργατική δύναμη, ενώ παράλληλα πειθαρχούν και ενσωματώνονται στο σχέδιο της νεοθωμανικής εξουσίας μέσω της έντονης θρησκευτικότητας, που αναπαράγεται στις φτωχογειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων, μέσα από τζαμιά και ιδρύματα που ελέγχει το AKP ή ο Φετουλάχ Γκιουλέν.

Η δυσφορία των παραδοσιακών τμημάτων της εργατικής τάξης εκφράστηκε κι αυτή μαχητικά τον τελευταίο καιρό, μέσα από τις κινητοποιήσεις της πρωτομαγιάς, τις οποίες ο Ερντογάν έσπευσε να απαγορεύσει και να τις καταστείλει σκληρά.

Πολιτικές αδυναμίες και αδιέξοδα

Ωστόσο, ο αντιπολιτευτικός αστερισμός που αναδύθηκε κατά τις πρόσφατες διαδηλώσεις, και περιλαμβάνει από κομμάτια των Γκρίζων Λύκων, του Ρεμπουμπλικανικού Κόμματος, μέχρι αναρχικούς, ακροαριστερούς και το Κουρδικό Κόμμα, με την αποφασιστική συμμετοχή των Αλεβιτών, στερείται κεντρικής πολιτικής έκφρασης.

 Ο κυριότερος πόλος κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης στο AKP είναι το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το οποίο επιχειρεί μεν μια ανανέωση υπό τη νέα ηγεσία (2010) του Κεμάλ Κιλισντάρογλου, αλλά είναι αμφίβολο αν θα τα καταφέρει ν’ αναδειχθεί σε κύριο εκφραστή της λαϊκής δυσαρέσκειας.

Ο Κιλισντάρογλου ανήλθε στην προεδρεία του CHP με συντριπτικά ποσοστά, αναγγέλλοντας την υπέρβαση της «περιόδου Μπαϊκάλ», όταν υπό την ηγεσία του το κόμμα καταποντίστηκε έπειτα από μια σειρά σκανδάλων, διαφθοράς, συντηρητικοποίησης και μείζονος διαπλοκής με το στρατιωτικό κατεστημένο. 

Αλεβίτης (και Κούρδος), ο Κιλισντάρογλου καλλιεργεί ένα προφίλ ήπιο, συναινετικό, ενώ δίνει έμφαση στην καταπολέμηση της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων προωθώντας την εικόνα του αδιάφθορου δημοσίου υπαλλήλου. Στο παρελθόν έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην αποκάλυψη μεγάλων σκανδάλων διαπλοκής του AKP, γεγονός που εκτόξευσε τη δημοτικότητά του.

Εντούτοις, εμφανίζεται ιδιαίτερα διστακτικός σε ό,τι αφορά στα κοινωνικά ζητήματα, καθώς μέχρι στιγμής επιβεβαιώνεται η διαπλοκή του κόμματος με τις κοσμικές (και διεφθαρμένες) άρχουσες τάξεις, το στρατό και τους δικαστικούς, γεγονός που κρατάει σε απόσταση ένα μεγάλο κομμάτι των «ηττημένων» του «τουρκικού οικονομικού θαύματος».

Το μεγαλύτερο πρόβλημά του, όμως, έχει να κάνει με την αδυναμία του ν’ αποτινάξει τον παλαιοκεμαλισμό –όπως φάνηκε περίτρανα μέσα από τις τελευταίες εξελίξεις στο κουρδικό κίνημα, την επιμονή του στην πατροπαράδοτη αντίληψη περί «τουρκικότητας» η οποία συνεπάγονταν ρητή και διά νόμου απαγόρευση οποιασδήποτε αμφισβήτησης της τουρκικής εθνικής ενότητας, οδηγώντας διαχρονικά σε διώξεις κάθε διαφορετικής φωνής στο εσωτερικό της χώρας.

Η αρχή της κρίσης του είχε ήδη εκδηλωθεί κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, μέσα από την αντιπαράθεσή του μ’ ένα ογκούμενο ακροαριστερό κίνημα το οποίο τον ανάγκασε να αναδιπλωθεί σε μια νέα δικτατορία (1980). Δεν είναι τυχαίο δε ότι, έπειτα από αυτήν, εκείνος που αποπειράθηκε να δώσει λύση στην εσωτερική κρίση της Τουρκίας ήταν ο Τουρκούτ Οζάλ, προωθώντας μια πρώιμη μορφή νεοθωμανισμού.

Ο παλαιοκεμαλισμός έδειχνε να χάνει τη μάχη –τόσο από το κουρδικό, που μέχρι τη σύλληψη του Οτσαλάν το 1999 φάνηκε να αντέχει την απόπειρα σαρωτικής καταστολής του τουρκικού κράτους, όσο και από το κίνημα της «επιστροφής του Θεού» και της αναζωπύρωσης των ισλαμικών κινημάτων που λαμβάνει χώρα στην ευρύτερη περιοχή από τα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Παράλληλα, οι διεθνείς εξελίξεις δείχνουν να τον φέρνουν σε δύσκολη θέση, καθώς επέμενε να διατηρεί αδιατάρακτη την τριπλή συμμαχία ΗΠΑ-Τουρκίας-Ισραήλ, σε μια εποχή που οι τεκτονικές πλάκες μετακινούνταν στη Μ. Ανατολή και η ίδια η τουρκική κοινωνία έμοιαζε να μεσανατολικοποιείται, βιώνοντας έναν διάχυτο αντιαμερικανισμό και αντισιωνισμό.

Η προοπτική της διάλυσης του Ιράκ, όπως άρχισε να διαφαίνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και της διαμόρφωσης μιας πρώτης αυτόνομης κουρδικής περιοχής, έδειξε να πολλαπλασιάζει τα προβλήματα.

Η μόνη απάντηση που διέθετε ήταν η σκλήρυνση της εσωτερικής καταστολής, η περαιτέρω ενίσχυση του κράτους έκτακτης ανάγκης –μαζί με όλο το θεσμικό πλαίσιο που αυτό συνεπαγόταν, τις διασυνδέσεις κράτους-στρατού-μαφίας, τις πελατειακές σχέσεις, τη διαφθορά και τον ασφυκτικό-φατριαστικό έλεγχο των ΜΜΕ, που συχνά οδηγούσε σε δολοφονίες ή φυλακίσεις δημοσιογράφων.

Το «ήπιο» Ισλάμ του Ερντογάν ήρθε ν’ απαντήσει σε αυτά τα αδιέξοδα. Κατ’ αρχάς, σε ό,τι αφορά στο κουρδικό φάνηκε να εισηγείται μια διευθέτηση στο πλαίσιο μιας νέας τουρκο-κουρδικής ισλαμικής σύνθεσης, ένας από τους λόγους της προσφυγής στο Ισλάμ. Αυτό ακριβώς το στοιχείο ήταν και η αρχή της αποξένωσης των Αλεβιτών από τον νεοθωμανισμό, καθώς διαισθάνθηκαν ότι κινδυνεύουν να πάρουν τη θέση των Κούρδων στο πλαίσιο της νέας συναίνεσης.

Ύστερα, προέκρινε το μετασχηματισμό του ριζοσπαστικού ισλαμισμού προς την κατεύθυνση ενός κομφορμιστικού ισλαμοκαπιταλισμού. Ενώ, σε ό,τι αφορά στη Μ. Ανατολή, μετέβαλε ριζικά την κεμαλική πολιτική. Αντί να σέρνεται πίσω από το σιωνισμό, δοκίμασε να παίξει το χαρτί της καθοδήγησης του μουσουλμανικού κόσμου και να επιβάλει με όρους ισχύος μια σχετική διευθέτηση του καθεστώτος της Γάζας με τους Ισραηλινούς.

Η πρώτη σοβαρή κρίση αυτής της πολιτικής δεν μπορεί ακόμα να δημιουργήσει μια αντιστροφή του εκκρεμούς. Απλώς κινδυνεύει να προσθέσει ένα αδιέξοδο πάνω στο άλλο, το νεοθωμανικό δίπλα στο κεμαλικό. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανείς συγκροτημένος πόλος, που θα μπορούσε να εκφράσει πολιτικά το σύνολο αυτών των αντιθέσεων, αποτελεί εν τέλει και τη βαθύτερη αιτία ενός τόσο μαζικού κινηματικού ξεσπάσματος στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας έπειτα από πολλές δεκαετίες.

Εν κατακλείδι: Τα ζητήματα από ιστορική προοπτική

Ο Παναγιώτης Κονδύλης λέει στο βιβλίο του, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα: «Όποιος δεν θέλει να είναι το φερέφωνο του ισχυρού δεν πρέπει και να αποδέχεται την εικόνα που προβάλλει και επιβάλλει ο ισχυρός για τον εαυτό του».

Η εξέγερση της πλατείας Ταξίμ απέδειξε το ασύστατο της μεγαλομανιακής πολιτικής των μηδενικών προβλημάτων του Αχμέτ Νταβούτογλου. Και αποκάλυψε κεντρικά ζητήματα μιας κοινωνίας, που δεν έχει επιλύσει θεμελιώδη ιστορικά της προβλήματα, τα οποία εδώ και δεκαετίες έκρυβε κάτω από το χαλί δικτατοριών, καθεστώτων εκτάκτου ανάγκης και σκληρής καταστολής.

Με βάση τα τελευταία γεγονότα, αποδεικνύεται κάτι που πριν από μερικούς μήνες θα ήταν δύσκολο να το διακρίνει κανείς: Ότι τόσο ο κεμαλισμός, όσο και ο νεοθωμανισμός αποτέλεσαν απόπειρες απάντησης σ’ ένα θεμελιώδες πρόβλημα εθνικής ενότητας που χαρακτηρίζει τη γειτονική χώρα –ενώ δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο απόπειρες έχουν έναν κοινό τόπο, στο ότι στηρίζουν τις ισορροπίες που επιτυγχάνουν στην εξωτερίκευση των εσωτερικών αντιθέσεων μέσω στρατηγικών επεκτατισμού.

Η διαφορά τους έγκειται στα συστατικά τους –στο ότι μεταφράζουν την τουρκική επιθετικότητα σε διαφορετικά σχέδια κυριαρχίας επί των γύρω λαών.

Ο κεμαλισμός προσπάθησε διά της γενοκτονίας να μετασχηματίσει μια πολυπολιτισμική αυτοκρατορία υπό κατάρρευση, σε μια εθνικά ομοιογενή κοινωνία –και όμως τα υπολείμματα του πολυπολιτισμικού μωσαϊκού ήρκεσαν για να δημιουργήσουν έντονες κοινωνικές και πολιτισμικές αντιθέσεις στο εσωτερικό –είτε μιλάμε για τους Κούρδους, είτε για τους αλεβίτες, τους Άραβες της Αλεξανδρέττας κ.ο.κ.

Σε αυτή την πραγματικότητα σκοντάφτει κάθε απόπειρα εκδημοκρατισμού, η οποία θα αναδείκνυε εκ των πραγμάτων στο προσκήνιο αυτή την αντιφατική, κάποτε ανταγωνιστική, σύνθεση της τουρκικής κοινωνίας.

Αυτή είναι και η λεπτή γραμμή που συνδέει το αίτημα του εκδημοκρατισμού, το οποίο ακούγεται σήμερα από κομμάτια των εξεγερμένων της πλατείας Ταξίμ (και όχι βέβαια τους Ρεπουμπλικάνους ή τους Γκρίζους Λύκους), με αιτήματα για την εγκατάλειψη του επεκτατισμού, την αναγνώριση των γενοκτονιών του παρελθόντος και την απόρριψη της κατακτητικής λογικής που διέπει ακόμα το τουρκικό κράτος.

Διότι, στην ουσία, αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος.




Blogger Template by Clairvo