Από την εποχή ακόμη του Μεγάλου Πέτρου η Ρωσία είχε την πρώτη εμπειρία συνεργασίας με το Βερολίνο στο πλαίσιο μιας στρατιωτικής-πολιτικής και εμπορικής ένωσης.
Ο Βαντίμ Κολεσνιτσένκο είναι βουλευτής της Βερχόβνα Ράντα, του ουκρανικού Κοινοβουλίου, εκλεγμένος με το κυβερνών Κόμμα των Περιφερειών και ήταν ο εισηγητής του νόμου για την αναβάθμιση του καθεστώτος χρήσης της ρωσικής γλώσσας στην Ουκρανία, ως εκπρόσωπος της οργάνωσης «Ρωσόφωνη Ουκρανία».
Σε πρόσφατο άρθρο του με τον τίτλο «Σύμμαχοι ή ανταγωνιστές;» υποστήριξε ότι η Δυτική Ευρώπη και η Ρωσία θα μπορούσαν να είναι πραγματικοί σύμμαχοι, μάλιστα τα έγραφε όλα αυτά τις ημέρες, που πριν από 72 χρόνια η ναζιστική Γερμανία επιτίθετο στη Σοβιετική Ένωση.
Από την εποχή ακόμη του Μεγάλου Πέτρου η Ρωσία είχε την πρώτη εμπειρία συνεργασίας με το Βερολίνο στο πλαίσιο μιας στρατιωτικής-πολιτικής και εμπορικής ένωσης, λέει ο Κολεσνιτσένκο. Ήταν τότε ακριβώς, που κατά τα χρόνια του Βορείου Πολέμου, τα ρωσικά και τα πρωσικά συμφέροντα συνέπεσαν: η Σουηδία εμπόδιζε την προώθηση των Πρώσων εμπόρων προς την Ανατολή και των Ρώσων προς τη Δύση.
Για τον άξονα Αγίας Πετρούπολης – Βερολίνου έγινε λόγος όταν ο αμφιλεγόμενος Ρώσος τσάρος Πέτρος Γ΄ συνέπηξε σύμφωνο συμμαχίας με το βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκο Β΄ το Μέγα. Όμως μόνο η Μεγάλη Αικατερίνη προσέδωσε ιδεολογικό περιεχόμενο σε αυτή τη συνεργασία.
Κατά πρώτον επεσήμανε ότι η Ρωσία στη ρωσοπρωσική συμμαχία δεν μπορεί να είναι μειοψηφικός, αλλά μόνο ισότιμος εταίρος και κατά δεύτερον, μαζί με τον καγκελάριο Νικίτα Πάνιν διατύπωσε την ιδεολογική κατεύθυνση αυτής της ένωσης: ότι πρέπει να διασφαλίζει την ισορροπία δυνάμεων στον κόσμο, ότι θα καταστεί εγγυητής της ειρηνικής εμπορικής και πολιτιστικής συνεργασίας στον ευρασιατικό χώρο, ότι θα αποκλείσει την επιβολή των υπερδυνάμεων (εκείνη την εποχή οι Αγγλία και Γαλλία) στο χώρο του Ατλαντικού και του Ειρηνικού ωκεανού.
Είναι εντυπωσιακό, αλλά η ρωσο-πρωσική ένωση επέδρασε γρήγορα στη διεθνή κατάσταση, ειδικά όταν ξέσπασε ο πόλεμος της αμερικανικής Ανεξαρτησίας.
Στον πόλεμο ενεπλάκησαν οι υπερδυνάμεις της εποχής, ενώ Ρωσία και Πρωσία, μαζί με την Αυστρία, που πήρε το μέρος τους, προσπάθησαν να αποτρέψουν τη διεύρυνση του πολέμου και μάλιστα κατόρθωσαν αργότερα να καλέσουν τις αντιμαχόμενες πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σε βαθμό μάλιστα, που ακόμη και ο μισογύνης Φρειδερικός Β΄, εκτός από την αύξηση των κτήσεών του, απέδωσε υψηλή εκτίμηση και στη συμμαχία του με την περίφημη Ρωσίδα τσαρίνα, υποστηρίζει ο Κολεσνιτσένκο.
Όλα αυτά μας δίνουν το δικαίωμα να υποστηρίζουμε ότι η σημερινή πολιτική του Βλαντίμιρ Πούτιν έναντι της Γερμανίας αποτελεί ευθεία συνέχεια των παραδόσεων, που τέθηκαν από την Αικατερίνη Β΄. Και δεν είναι τυχαίο ότι η βασιλεία της, σύμφωνα με σχετική διατύπωση του Ρώσου προέδρου, είναι η πλησιέστερη στο δικό του πνεύμα.
Μεταξύ της Μεγάλης Αικατερίνης και της σημερινής Ρωσίας του Πούτιν έχουν μεσολαβήσει δύο αιώνες, πλήρεις ανόδων και πτώσεων, ακμής και παρακμής των ρωσογερμανικών σχέσεων. Την περίοδο αυτή η Ρωσία τουλάχιστον μια φορά έσωσε τη Γερμανία από την εξαφάνιση, την εποχή του Ναπολέοντα και δύο φορές συνέβαλε στην ένωσή της, επί Μπίσμαρκ και Χέλμουτ Κολ. Τον 20ό αιώνα το κύρος της Γερμανίας επλήγη με τραγικό τρόπο στα μάτια ολόκληρης της Ευρώπης και των κατοίκων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης από την ψυχικά διαταραγμένη προσωπικότητα του Χίτλερ, εκτιμά ο Κολεσνιτσένκο.
Αλλά αν προσέξει κανείς την ιστορία καλύτερα, θα διαπιστώσει ότι υπήρξαν περίοδοι, κατά τις οποίες η Γερμανία βοηθούσε τη Ρωσία σε δύσκολες στιγμές. Τη δεκαετία του 1990, όταν κινδύνευσε η ίδια η υπόσταση του ρωσικού κράτους, κανείς δεν βοήθησε τη Μόσχα οικονομικά περισσότερο από την κυβέρνηση του Χέλμουτ Κολ αρχικά και του Γκέρχαρντ Σρέντερ εν συνεχεία.
Όπως διαπιστώνει ο Κολεσνιτσένκο από το 2005 και με τη βοήθεια των «έγχρωμων επαναστάσεων» οι ΗΠΑ έφεραν στην εξουσία σε Ουκρανία και Γεωργία καθεστώτα-μαριονέτες, δημιουργώντας έτσι ένα «μαξιλάρι» κρατών γύρω από τη Ρωσία, που ήταν πλήρως προσανατολισμένα προς την Ουάσιγκτον (αν προσθέσουμε σε Ουκρανία και Γεωργία, τις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία και την Τσεχία) με πιο χαρακτηριστικούς τους εκβιασμούς, που ξεκίνησαν εις βάρος της Μόσχας σχετικά με το φυσικό αέριο.
Οι συγκρούσεις γύρω από το αέριο έπλητταν σοβαρό το οικονομικό μέλλον της νέας Ρωσίας και η επιμονή του Σρέντερ ήταν εκείνη, που κατέστησε δυνατή την κατασκευή του παρακαμπτήριου αγωγού Nord Stream, ενώ η επιμονή της Μέρκελ έκλεισε το δρόμο Ουκρανίας και Γεωργίας προς το ΝΑΤΟ, αφαιρώντας έναν ακόμη λόγο έντασης στα σύνορα με τη Ρωσία.
Τα μεγαλύτερα μυαλά Γερμανίας και Ρωσίας υπήρξαν ιστορικά υπέρ της προσέγγισης και της συμμαχικής ένωσης των δύο κομβικών κρατών της Ευρώπης, ενώ το 1941 όταν τα γερμανικά στρατεύματα κινούνταν εναντίον της ΕΣΣΔ, ο θεμελιωτής της γερμανικής σχολής της Γεωπολιτικής Καρλ Χαουσχόφερ, ο οποίος είχε επικρίνει τον Χίτλερ για τη «διαστροφή της θεωρίας του», έγραφε:
«Η Ευρασία είναι αδύνατο να νικηθεί, όσο οι δύο μεγαλύτεροι λαοί της, οι Γερμανοί και οι Ρώσοι, επιδιώκουν με κάθε τρόπο να αποφύγουν μια μεταξύ τους σύγκρουση, όπως ο Κριμαϊκός πόλεμος ή το 1914 – αυτό είναι ένα αξίωμα της ευρωπαϊκής πολιτικής...».
Ο Βαντίμ Κολεσνιτσένκο είναι βουλευτής της Βερχόβνα Ράντα, του ουκρανικού Κοινοβουλίου, εκλεγμένος με το κυβερνών Κόμμα των Περιφερειών και ήταν ο εισηγητής του νόμου για την αναβάθμιση του καθεστώτος χρήσης της ρωσικής γλώσσας στην Ουκρανία, ως εκπρόσωπος της οργάνωσης «Ρωσόφωνη Ουκρανία».
Σε πρόσφατο άρθρο του με τον τίτλο «Σύμμαχοι ή ανταγωνιστές;» υποστήριξε ότι η Δυτική Ευρώπη και η Ρωσία θα μπορούσαν να είναι πραγματικοί σύμμαχοι, μάλιστα τα έγραφε όλα αυτά τις ημέρες, που πριν από 72 χρόνια η ναζιστική Γερμανία επιτίθετο στη Σοβιετική Ένωση.
Από την εποχή ακόμη του Μεγάλου Πέτρου η Ρωσία είχε την πρώτη εμπειρία συνεργασίας με το Βερολίνο στο πλαίσιο μιας στρατιωτικής-πολιτικής και εμπορικής ένωσης, λέει ο Κολεσνιτσένκο. Ήταν τότε ακριβώς, που κατά τα χρόνια του Βορείου Πολέμου, τα ρωσικά και τα πρωσικά συμφέροντα συνέπεσαν: η Σουηδία εμπόδιζε την προώθηση των Πρώσων εμπόρων προς την Ανατολή και των Ρώσων προς τη Δύση.
Για τον άξονα Αγίας Πετρούπολης – Βερολίνου έγινε λόγος όταν ο αμφιλεγόμενος Ρώσος τσάρος Πέτρος Γ΄ συνέπηξε σύμφωνο συμμαχίας με το βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκο Β΄ το Μέγα. Όμως μόνο η Μεγάλη Αικατερίνη προσέδωσε ιδεολογικό περιεχόμενο σε αυτή τη συνεργασία.
Κατά πρώτον επεσήμανε ότι η Ρωσία στη ρωσοπρωσική συμμαχία δεν μπορεί να είναι μειοψηφικός, αλλά μόνο ισότιμος εταίρος και κατά δεύτερον, μαζί με τον καγκελάριο Νικίτα Πάνιν διατύπωσε την ιδεολογική κατεύθυνση αυτής της ένωσης: ότι πρέπει να διασφαλίζει την ισορροπία δυνάμεων στον κόσμο, ότι θα καταστεί εγγυητής της ειρηνικής εμπορικής και πολιτιστικής συνεργασίας στον ευρασιατικό χώρο, ότι θα αποκλείσει την επιβολή των υπερδυνάμεων (εκείνη την εποχή οι Αγγλία και Γαλλία) στο χώρο του Ατλαντικού και του Ειρηνικού ωκεανού.
Είναι εντυπωσιακό, αλλά η ρωσο-πρωσική ένωση επέδρασε γρήγορα στη διεθνή κατάσταση, ειδικά όταν ξέσπασε ο πόλεμος της αμερικανικής Ανεξαρτησίας.
Στον πόλεμο ενεπλάκησαν οι υπερδυνάμεις της εποχής, ενώ Ρωσία και Πρωσία, μαζί με την Αυστρία, που πήρε το μέρος τους, προσπάθησαν να αποτρέψουν τη διεύρυνση του πολέμου και μάλιστα κατόρθωσαν αργότερα να καλέσουν τις αντιμαχόμενες πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σε βαθμό μάλιστα, που ακόμη και ο μισογύνης Φρειδερικός Β΄, εκτός από την αύξηση των κτήσεών του, απέδωσε υψηλή εκτίμηση και στη συμμαχία του με την περίφημη Ρωσίδα τσαρίνα, υποστηρίζει ο Κολεσνιτσένκο.
Όλα αυτά μας δίνουν το δικαίωμα να υποστηρίζουμε ότι η σημερινή πολιτική του Βλαντίμιρ Πούτιν έναντι της Γερμανίας αποτελεί ευθεία συνέχεια των παραδόσεων, που τέθηκαν από την Αικατερίνη Β΄. Και δεν είναι τυχαίο ότι η βασιλεία της, σύμφωνα με σχετική διατύπωση του Ρώσου προέδρου, είναι η πλησιέστερη στο δικό του πνεύμα.
Μεταξύ της Μεγάλης Αικατερίνης και της σημερινής Ρωσίας του Πούτιν έχουν μεσολαβήσει δύο αιώνες, πλήρεις ανόδων και πτώσεων, ακμής και παρακμής των ρωσογερμανικών σχέσεων. Την περίοδο αυτή η Ρωσία τουλάχιστον μια φορά έσωσε τη Γερμανία από την εξαφάνιση, την εποχή του Ναπολέοντα και δύο φορές συνέβαλε στην ένωσή της, επί Μπίσμαρκ και Χέλμουτ Κολ. Τον 20ό αιώνα το κύρος της Γερμανίας επλήγη με τραγικό τρόπο στα μάτια ολόκληρης της Ευρώπης και των κατοίκων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης από την ψυχικά διαταραγμένη προσωπικότητα του Χίτλερ, εκτιμά ο Κολεσνιτσένκο.
Αλλά αν προσέξει κανείς την ιστορία καλύτερα, θα διαπιστώσει ότι υπήρξαν περίοδοι, κατά τις οποίες η Γερμανία βοηθούσε τη Ρωσία σε δύσκολες στιγμές. Τη δεκαετία του 1990, όταν κινδύνευσε η ίδια η υπόσταση του ρωσικού κράτους, κανείς δεν βοήθησε τη Μόσχα οικονομικά περισσότερο από την κυβέρνηση του Χέλμουτ Κολ αρχικά και του Γκέρχαρντ Σρέντερ εν συνεχεία.
Όπως διαπιστώνει ο Κολεσνιτσένκο από το 2005 και με τη βοήθεια των «έγχρωμων επαναστάσεων» οι ΗΠΑ έφεραν στην εξουσία σε Ουκρανία και Γεωργία καθεστώτα-μαριονέτες, δημιουργώντας έτσι ένα «μαξιλάρι» κρατών γύρω από τη Ρωσία, που ήταν πλήρως προσανατολισμένα προς την Ουάσιγκτον (αν προσθέσουμε σε Ουκρανία και Γεωργία, τις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία και την Τσεχία) με πιο χαρακτηριστικούς τους εκβιασμούς, που ξεκίνησαν εις βάρος της Μόσχας σχετικά με το φυσικό αέριο.
Οι συγκρούσεις γύρω από το αέριο έπλητταν σοβαρό το οικονομικό μέλλον της νέας Ρωσίας και η επιμονή του Σρέντερ ήταν εκείνη, που κατέστησε δυνατή την κατασκευή του παρακαμπτήριου αγωγού Nord Stream, ενώ η επιμονή της Μέρκελ έκλεισε το δρόμο Ουκρανίας και Γεωργίας προς το ΝΑΤΟ, αφαιρώντας έναν ακόμη λόγο έντασης στα σύνορα με τη Ρωσία.
Τα μεγαλύτερα μυαλά Γερμανίας και Ρωσίας υπήρξαν ιστορικά υπέρ της προσέγγισης και της συμμαχικής ένωσης των δύο κομβικών κρατών της Ευρώπης, ενώ το 1941 όταν τα γερμανικά στρατεύματα κινούνταν εναντίον της ΕΣΣΔ, ο θεμελιωτής της γερμανικής σχολής της Γεωπολιτικής Καρλ Χαουσχόφερ, ο οποίος είχε επικρίνει τον Χίτλερ για τη «διαστροφή της θεωρίας του», έγραφε:
«Η Ευρασία είναι αδύνατο να νικηθεί, όσο οι δύο μεγαλύτεροι λαοί της, οι Γερμανοί και οι Ρώσοι, επιδιώκουν με κάθε τρόπο να αποφύγουν μια μεταξύ τους σύγκρουση, όπως ο Κριμαϊκός πόλεμος ή το 1914 – αυτό είναι ένα αξίωμα της ευρωπαϊκής πολιτικής...».