Μια εβδομάδα πριν από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου έχουν διαμορφωθεί, σχεδόν πλήρως, τα χαρακτηριστικά της αναμέτρησης η οποία θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της χώρας για τα επόμενα αρκετά χρόνια.
Γράφει ο Παντελής Ζαγοριανίτης
Η πρώτη βασική διαπίστωση είναι, ότι ανεξαρτήτως από τις επιμέρους προεκλογικές «κορώνες» και αντιπαραθέσεις πρόκειται για την πιο ήρεμη προεκλογική εκστρατεία των τελευταίων δεκαετιών. Το καθαρό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών έχει διαμορφώσει το κλίμα και στις δημοσκοπήσεις που πραγματοποιούνται οι πολίτες έχουν προεξοφλήσει το αποτέλεσμα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με όλες τις εκτιμήσεις το ενδιαφέρον της αναμέτρησης δεν επικεντρώνεται στον νικητή. Επικεντρώνεται:
* πρώτον στη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης αυτοδύναμης ή συνεργασίας και
* δεύτερον στη διαφορά, κάτι που έχει τη δική του σημασία για τη διαμόρφωση του μετεκλογικού τοπίου.
Τα σενάρια του αποτελέσματος
Ας ξεκινήσουμε από την έκπληξη, αυτό που υποστηρίζει ο απερχόμενος πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όταν λέει ότι «το παιχνίδι γυρίζει». Είναι προφανές ότι σε μια τέτοια περίπτωση, ακόμη και με νίκη μιας ψήφου, ο Αλέξης Τσίπρας είναι και πάλι απόλυτος κυρίαρχος. Αν και όχι αυτοδύναμος θα έχει τη δυνατότητα και καθορίζει τους βασικούς όρους του παιχνιδιού. Στην αντίθετη όχθη η Νέα Δημοκρατία θα έχει υποστεί μια καταλυτική ήττα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρεθεί σε περιδίνηση και θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, φέρνοντας στην επιφάνεια όλες τις καλές γνωστές ιδιαιτερότητες που ταλαιπωρούν, κατά περιόδους τη Νέα Δημοκρατία επί δεκαετίες, όταν χάνει.
Όμως, αντικειμενικά, το σενάριο αυτό έχει από ελάχιστες έως μηδενικές πιθανότητες.
Έτσι, ας εξετάσουμε τα δύο άλλα πιο ρεαλιστικά σενάρια εκλογικών αποτελεσμάτων:
Νίκη της Νέας Δημοκρατίας χωρίς αυτοδυναμία. Σε αυτή την περίπτωση ο κ. Μητσοτάκης θα έχει δύο δυνατότητες. Να επιδιώξει τη στήριξη κάποιου άλλου κόμματος, στην πραγματικότητα αυτό μπορεί να είναι μόνο το ΚΙΝΑΛ, προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας ή να επιδιώξει νέες εκλογές μέσα στον Αύγουστο.
Το δεύτερο ενδεχόμενο έχει έως και μηδενική απόδοση καθώς ο κ. Μητσοτάκης γνωρίζει ότι -λόγω απλής αναλογικής- και λιγότερους βουλευτές θα εκλέξει ακόμη κι αν αυξήσει το ποσοστό του και περισσότερα από ένα κόμματα θα χρειάζεται για να συγκυβερνήσει. Κινδυνεύει δε να υποχρεωθεί σε λύσεις που έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν με πρωθυπουργούς μη πολιτικά πρόσωπα.
Άρα, επανερχόμαστε στο πρώτο ενδεχόμενο, της κυβέρνησης συνεργασίας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε πριν λίγες ημέρες ότι μη αυτοδυναμία σημαίνει νέες εκλογές πριν τις 15 Αυγούστου. Το μάζεψε βέβαια την επόμενη μέρα λέγοντας ότι για να γίνει κυβέρνηση συνεργασίας πρέπει να υπάρχουν καθαρές συμφωνίες που θα εγγυώνται καθαρή διακυβέρνηση. Στην πολιτική όπως γνωρίζουμε πολύ καλά πλέον, όλα είναι ανοιχτά και δεν υπάρχουν θέλω, υπάρχουν πρέπει.
Η αλήθεια είναι, και το είχε παραδεχθεί πριν από περίπου δύο εβδομάδες ο Αλέξης Τσίπρας, άσχετο αν μετά και αυτός το μάζεψε γιατί προφανώς δεν συνέφερε το αφήγημά του, ότι όποιος έρθει πρώτο κόμμα στις εκλογές θα σχηματίσει κυβέρνηση.
Είναι προφανές ανεξαρτήτως του τι λέει η Φώφη Γεννηματά -παρότι προσπαθεί να αποφύγει αυτή τη συζήτηση όπως ο διάβολος το λιβάνι- ότι η συμμετοχή του ΚΙΝΑΛ σε κυβέρνηση συνεργασίας είναι μονόδρομος. Όλοι γνωρίζουν στη Χαριλάου Τρικούπη ότι σε επαναληπτικές εκλογές μέσα σε ένα μήνα, ακόμη και με απλή αναλογική, η πίεση των δύο κομμάτων εξουσίας θα συρρικνώσει ακόμη περισσότερο τα ποσοστά τους και την επιρροή τους. Και μετά θα προσέλθουν στο τραπέζι της συνεργασίας με χειρότερους όρους.
Υπάρχει όμως και το πιθανό σενάριο αυτοδυναμίας για τη Νέα Δημοκρατία. Εξαρτάται καθαρά από τρεις μεταβλητές:
* Το ποσοστό της αποχής και το ποιόν από τους δύο μονομάχους θα πλήξει περισσότερο.
* Τον αριθμό των κομμάτων που θα ξεπεράσουν το κατώφλι του 3% και
* Τη διαφορά του πρώτου με το δεύτερο κόμμα.
Σε προηγούμενη αναφορά μας στο Hellas Journal, έχουμε σημειώσει ότι η Νέα Δημοκρατία υπό προϋποθέσεις κερδίζει αυτοδυναμία ακόμη και με οκτώ κόμματα στη Βουλή, αρκεί η διαφορά της με τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι μεγαλύτερη από 5-6 μονάδες.
Η επόμενη μέρα και οι κινήσεις Μητσοτάκη – Τσίπρα
Αυτό όμως που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία να διερευνηθεί είναι η επόμενη μέρα των εκλογών. Με ποιο τρόπο θα κυβερνήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και με ποιο τρόπο θα ασκήσει αντιπολίτευση ο Αλέξης Τσίπρας.
Σε ότι αφορά τον πρώτο, τα δεδομένα είναι πιο καθαρά σε σχέση, τουλάχιστον, με τις προθέσεις του. Το αποτέλεσμα μένει να κριθεί και θα κριθεί σύντομα, μέσα στους πρώτους έξι μήνες. Κυβέρνηση με πολλά νέα πρόσωπα, αρκετά εξωκοινοβουλευτικά μέλη κυρίως σε θέσεις υφυπουργών. Μια κυβέρνηση ομοιογενής που θα ομνύει στη δική του οπτική και πολιτική άποψη. Όχι κυβέρνηση ισορροπιών, όχι κυβέρνηση γεωγραφικών διαμερισμάτων.
Σε επίπεδο πολιτικής οι προθέσεις του είναι επίσης καθαρές. Νομοθετική εργασία από τις 22 Ιουλίου με μια μικρή ανάπαυλα τον 15Αύγουστο, με στόχο να έχει περάσει τα βασικά νομοσχέδια έως τον Οκτώβριο. Νομοσχέδια οικονομικά και νομοσχέδια που θα τονίζουν τις βασικές διαφορές της ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ. Από τη νέα κυβερνητική δομή έως το πολιτικό άσυλο και τον εκλογικό νόμο. Παράλληλα, θα ξεκινήσει και η αναθεώρηση του Συντάγματος για να απεμπλακεί η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας από την ενδεχόμενη διάλυση της Βουλής.
Σε ότι αφορά τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανές ότι έχει να απαντήσει σε δύο βασικά ερωτήματα:
* Πρώτον τι είδους αντιπολίτευση θέλει να κάνει.
* Δεύτερον τι είδους αντιπολίτευση θα μπορεί να κάνει.
Αυτά τα δύο σε συνάρτηση με την δομή της κοινοβουλευτικής του ομάδας και τις διαθέσεις των νέων βουλευτών αλλά και των στελεχών που θα επιστρέψουν στο κόμμα μετά την μη επανεκλογή τους.
Το βασικό πρόβλημα και προσωπικά του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ ως κομματικού οργανισμού είναι ότι από την ημέρα της ίδρυσής του έως την κατάληψη της εξουσίας το 2015 δεν είχε ασκήσει ποτέ αυτό που αποκαλείται θεσμική αντιπολίτευση. Ήταν πάντα ένα κόμμα διαμαρτυρίας, κινηματικό που δεν είχε αναγκαστεί να τοποθετηθεί με προτάσεις σε βάθος προκειμένου για παράδειγμα να συμμετάσχει σε διάλογο για την διαμόρφωση ενός υπό ψήφιση νομοσχεδίου.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν πιο εύκολο να καταγγείλει και να διαδηλώσει παρά να συμμετάσχει σε επιτροπής για να συνθέσει απόψεις και να διαμορφώσει νόμους. Προφανώς οι εποχές έχουν αλλάξει, τα στελέχη του έχουν εκπαιδευθεί αρκετά, αλλά και πάλι καλείται να δουλέψει με υπομονή και επιμονή αν θέλει να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και να επιστρέψει, αν μπορεί, στη διακυβέρνηση της χώρας μετά από τέσσερα χρόνια.
Γιατί, όπως και ο κ. Τσίπρας από το 2015 έως και το 2019 έτσι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα έχει καμία ενδιάμεση εκλογική μάχη να δώσει, από τη στιγμή μάλιστα που δεν θα κινδυνεύει με προσφυγή στις κάλπες λόγω εκλογής προέδρου.
Hellas Journal
Γράφει ο Παντελής Ζαγοριανίτης
Η πρώτη βασική διαπίστωση είναι, ότι ανεξαρτήτως από τις επιμέρους προεκλογικές «κορώνες» και αντιπαραθέσεις πρόκειται για την πιο ήρεμη προεκλογική εκστρατεία των τελευταίων δεκαετιών. Το καθαρό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών έχει διαμορφώσει το κλίμα και στις δημοσκοπήσεις που πραγματοποιούνται οι πολίτες έχουν προεξοφλήσει το αποτέλεσμα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με όλες τις εκτιμήσεις το ενδιαφέρον της αναμέτρησης δεν επικεντρώνεται στον νικητή. Επικεντρώνεται:
* πρώτον στη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης αυτοδύναμης ή συνεργασίας και
* δεύτερον στη διαφορά, κάτι που έχει τη δική του σημασία για τη διαμόρφωση του μετεκλογικού τοπίου.
Τα σενάρια του αποτελέσματος
Ας ξεκινήσουμε από την έκπληξη, αυτό που υποστηρίζει ο απερχόμενος πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όταν λέει ότι «το παιχνίδι γυρίζει». Είναι προφανές ότι σε μια τέτοια περίπτωση, ακόμη και με νίκη μιας ψήφου, ο Αλέξης Τσίπρας είναι και πάλι απόλυτος κυρίαρχος. Αν και όχι αυτοδύναμος θα έχει τη δυνατότητα και καθορίζει τους βασικούς όρους του παιχνιδιού. Στην αντίθετη όχθη η Νέα Δημοκρατία θα έχει υποστεί μια καταλυτική ήττα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρεθεί σε περιδίνηση και θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, φέρνοντας στην επιφάνεια όλες τις καλές γνωστές ιδιαιτερότητες που ταλαιπωρούν, κατά περιόδους τη Νέα Δημοκρατία επί δεκαετίες, όταν χάνει.
Όμως, αντικειμενικά, το σενάριο αυτό έχει από ελάχιστες έως μηδενικές πιθανότητες.
Έτσι, ας εξετάσουμε τα δύο άλλα πιο ρεαλιστικά σενάρια εκλογικών αποτελεσμάτων:
Νίκη της Νέας Δημοκρατίας χωρίς αυτοδυναμία. Σε αυτή την περίπτωση ο κ. Μητσοτάκης θα έχει δύο δυνατότητες. Να επιδιώξει τη στήριξη κάποιου άλλου κόμματος, στην πραγματικότητα αυτό μπορεί να είναι μόνο το ΚΙΝΑΛ, προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας ή να επιδιώξει νέες εκλογές μέσα στον Αύγουστο.
Το δεύτερο ενδεχόμενο έχει έως και μηδενική απόδοση καθώς ο κ. Μητσοτάκης γνωρίζει ότι -λόγω απλής αναλογικής- και λιγότερους βουλευτές θα εκλέξει ακόμη κι αν αυξήσει το ποσοστό του και περισσότερα από ένα κόμματα θα χρειάζεται για να συγκυβερνήσει. Κινδυνεύει δε να υποχρεωθεί σε λύσεις που έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν με πρωθυπουργούς μη πολιτικά πρόσωπα.
Άρα, επανερχόμαστε στο πρώτο ενδεχόμενο, της κυβέρνησης συνεργασίας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε πριν λίγες ημέρες ότι μη αυτοδυναμία σημαίνει νέες εκλογές πριν τις 15 Αυγούστου. Το μάζεψε βέβαια την επόμενη μέρα λέγοντας ότι για να γίνει κυβέρνηση συνεργασίας πρέπει να υπάρχουν καθαρές συμφωνίες που θα εγγυώνται καθαρή διακυβέρνηση. Στην πολιτική όπως γνωρίζουμε πολύ καλά πλέον, όλα είναι ανοιχτά και δεν υπάρχουν θέλω, υπάρχουν πρέπει.
Η αλήθεια είναι, και το είχε παραδεχθεί πριν από περίπου δύο εβδομάδες ο Αλέξης Τσίπρας, άσχετο αν μετά και αυτός το μάζεψε γιατί προφανώς δεν συνέφερε το αφήγημά του, ότι όποιος έρθει πρώτο κόμμα στις εκλογές θα σχηματίσει κυβέρνηση.
Είναι προφανές ανεξαρτήτως του τι λέει η Φώφη Γεννηματά -παρότι προσπαθεί να αποφύγει αυτή τη συζήτηση όπως ο διάβολος το λιβάνι- ότι η συμμετοχή του ΚΙΝΑΛ σε κυβέρνηση συνεργασίας είναι μονόδρομος. Όλοι γνωρίζουν στη Χαριλάου Τρικούπη ότι σε επαναληπτικές εκλογές μέσα σε ένα μήνα, ακόμη και με απλή αναλογική, η πίεση των δύο κομμάτων εξουσίας θα συρρικνώσει ακόμη περισσότερο τα ποσοστά τους και την επιρροή τους. Και μετά θα προσέλθουν στο τραπέζι της συνεργασίας με χειρότερους όρους.
Υπάρχει όμως και το πιθανό σενάριο αυτοδυναμίας για τη Νέα Δημοκρατία. Εξαρτάται καθαρά από τρεις μεταβλητές:
* Το ποσοστό της αποχής και το ποιόν από τους δύο μονομάχους θα πλήξει περισσότερο.
* Τον αριθμό των κομμάτων που θα ξεπεράσουν το κατώφλι του 3% και
* Τη διαφορά του πρώτου με το δεύτερο κόμμα.
Σε προηγούμενη αναφορά μας στο Hellas Journal, έχουμε σημειώσει ότι η Νέα Δημοκρατία υπό προϋποθέσεις κερδίζει αυτοδυναμία ακόμη και με οκτώ κόμματα στη Βουλή, αρκεί η διαφορά της με τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι μεγαλύτερη από 5-6 μονάδες.
Η επόμενη μέρα και οι κινήσεις Μητσοτάκη – Τσίπρα
Αυτό όμως που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία να διερευνηθεί είναι η επόμενη μέρα των εκλογών. Με ποιο τρόπο θα κυβερνήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και με ποιο τρόπο θα ασκήσει αντιπολίτευση ο Αλέξης Τσίπρας.
Σε ότι αφορά τον πρώτο, τα δεδομένα είναι πιο καθαρά σε σχέση, τουλάχιστον, με τις προθέσεις του. Το αποτέλεσμα μένει να κριθεί και θα κριθεί σύντομα, μέσα στους πρώτους έξι μήνες. Κυβέρνηση με πολλά νέα πρόσωπα, αρκετά εξωκοινοβουλευτικά μέλη κυρίως σε θέσεις υφυπουργών. Μια κυβέρνηση ομοιογενής που θα ομνύει στη δική του οπτική και πολιτική άποψη. Όχι κυβέρνηση ισορροπιών, όχι κυβέρνηση γεωγραφικών διαμερισμάτων.
Σε επίπεδο πολιτικής οι προθέσεις του είναι επίσης καθαρές. Νομοθετική εργασία από τις 22 Ιουλίου με μια μικρή ανάπαυλα τον 15Αύγουστο, με στόχο να έχει περάσει τα βασικά νομοσχέδια έως τον Οκτώβριο. Νομοσχέδια οικονομικά και νομοσχέδια που θα τονίζουν τις βασικές διαφορές της ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ. Από τη νέα κυβερνητική δομή έως το πολιτικό άσυλο και τον εκλογικό νόμο. Παράλληλα, θα ξεκινήσει και η αναθεώρηση του Συντάγματος για να απεμπλακεί η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας από την ενδεχόμενη διάλυση της Βουλής.
Σε ότι αφορά τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανές ότι έχει να απαντήσει σε δύο βασικά ερωτήματα:
* Πρώτον τι είδους αντιπολίτευση θέλει να κάνει.
* Δεύτερον τι είδους αντιπολίτευση θα μπορεί να κάνει.
Αυτά τα δύο σε συνάρτηση με την δομή της κοινοβουλευτικής του ομάδας και τις διαθέσεις των νέων βουλευτών αλλά και των στελεχών που θα επιστρέψουν στο κόμμα μετά την μη επανεκλογή τους.
Το βασικό πρόβλημα και προσωπικά του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ ως κομματικού οργανισμού είναι ότι από την ημέρα της ίδρυσής του έως την κατάληψη της εξουσίας το 2015 δεν είχε ασκήσει ποτέ αυτό που αποκαλείται θεσμική αντιπολίτευση. Ήταν πάντα ένα κόμμα διαμαρτυρίας, κινηματικό που δεν είχε αναγκαστεί να τοποθετηθεί με προτάσεις σε βάθος προκειμένου για παράδειγμα να συμμετάσχει σε διάλογο για την διαμόρφωση ενός υπό ψήφιση νομοσχεδίου.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν πιο εύκολο να καταγγείλει και να διαδηλώσει παρά να συμμετάσχει σε επιτροπής για να συνθέσει απόψεις και να διαμορφώσει νόμους. Προφανώς οι εποχές έχουν αλλάξει, τα στελέχη του έχουν εκπαιδευθεί αρκετά, αλλά και πάλι καλείται να δουλέψει με υπομονή και επιμονή αν θέλει να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και να επιστρέψει, αν μπορεί, στη διακυβέρνηση της χώρας μετά από τέσσερα χρόνια.
Γιατί, όπως και ο κ. Τσίπρας από το 2015 έως και το 2019 έτσι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα έχει καμία ενδιάμεση εκλογική μάχη να δώσει, από τη στιγμή μάλιστα που δεν θα κινδυνεύει με προσφυγή στις κάλπες λόγω εκλογής προέδρου.
Hellas Journal
0 σχόλια :